- ἀκρόχειρον
- ἀκρόχειρονhandneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρόχειρον — ἀκρόχειρον, το (Α) το άκρο τού χεριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + χείρ] … Dictionary of Greek
ἀκροχείροις — ἀκρόχειρον hand neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχείρου — ἀκρόχειρον hand neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκροχείρῳ — ἀκρόχειρον hand neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)